ἀετός

ἀετός
ἀετός, [dialect] Ep., Lyr., [dialect] Ion., and early [dialect] Att. [full] αἰετός (v. fin.), οῦ, ,
A eagle, as a bird of omen,

αἰ. τελειότατον πετεηνῶν Il.8.247

, cf. 12.201, Od. 2.146 (cf. 11): favourite of Zeus,

ὅστε σοὶ αὐτῷ φίλτατος οἰωνῶν Il. 24.310

, cf. Pi.P.1.6;

Διὸς . . πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰ. A.Pr.1022

, cf. Ag.136;

ὁ σκηπτροβάμων αἰ., κύων Διός S.Fr.885

:—prov.,

αἰετὸς ἐν ποτανοῖς Pi.N.3.80

; αἰετὸς ἐν νεφέλαισι, of a thing quite out of reach, Ar.Av.987; ἀετὸν κάνθαρος μαιεύσομαι (v. μαιεύομαι):—the diff. kinds are distinguished by specific names, Arist.HA618b18sqq.
2 eagle as a standard, of the Persians, X.Cyr.7.1.4; of the Romans, Plu.Mar.23, etc.
3 the constellation Aquila, Arat.591, Ptol. Tetr. 27, etc.
II omen, Theoc.26.31.
III eagle-ray, Myliobatis aquila, Arist. HA540b18.
IV in Architecture, gable, pediment (from its resemblance to outspread wings, Gal.18(1).519), Ar.Av. 1110, ubi v. Sch., IG1.322 ii 80, cf. Pi.O.13.21, Fr.53, E.Fr.764;

ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀετὸν ὑπελθεῖν

come under the same roof,

IG14.644

(Bruttii, iii B.C.).
V name of bandage, Sor.Fasc.12.508C.
VI temporal vein (Magna Graecia), Philistionap.Ruf.Onom.201.
VII iron part of spoke of wheel, Poll.1.145, Hsch.
VIII Astrol. and Magic, fabulous plant growing in Libya, Pamphil. ap. Gal.11.798, Cat.Cod.Astr.7.222. (αἰετός in early [dialect] Att. Inscrr., IG1.322ii80, 2.1054.39;

αἰητός Arat.522

, v.l. in Pi.P.4.4; αἰβετός (i.e. αἰϝετός) Hsch.) [[pron. full] always.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αετός — αετός, ο και αϊτός, ο 1. το γνωστό σαρκοφάγο πουλί. 2. ο χαρταετός των παιδιών. 3. σημαία των Περσών και των ρωμαϊκών λεγεωνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • ἀετός — ἀ̱ετός , ἀετός eagle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀετὸς ἐν νεφέλαις. — ἀετὸς ἐν νεφέλαις. См. Не сули журавля в небе, а дай синицу в руки! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀετὸς μυίας οὐ θηρεύει. — См. Орел мух не ловит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αετός Δικέφαλος — Τίτλος εικονογραφημένου εγκυκλοπαιδικού περιοδικού. Κυκλοφόρησε το 1917 στην Αθήνα. Διευθυντής του ήταν ο Ρ. Λ. Κωστόπουλος …   Dictionary of Greek

  • Αιγύπτιος Αετός — Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου με έδρα την Αλεξάνδρεια. Η εφημερίδα, για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, εκτός από τη μνεία της σε ημερολόγια της εποχής, ιδρύθηκε το 1865 και ήταν βραχύβια …   Dictionary of Greek

  • αετώνω — [αετός] (στην Κρήτη) πετώ («πουλί δεν αετώνει», δεν πετά, δεν φαίνεται) …   Dictionary of Greek

  • αἰετοῖς — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰετοῖσι — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰετοί — ἀετός eagle masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”